23 Φεβρουαρίου 2025 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
«Μνεί­α τῆς δευ­τέ­ρας καὶ ἀ­δε­κά­στου πα­ρου­σί­ας
τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ».

23 Φεβρουαρίου 2025  † ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ.  Ἦ­χος β´. Ἑ­ω­θι­νὸν Β´

«Μνεί­α τῆς δευ­τέ­ρας καὶ ἀ­δε­κά­στου πα­ρου­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ».
Πο­λυ­κάρ­που ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος ἐ­πι­σκό­που Σμύρ­νης (†166).

 

“Επί των ποταμών Βαβυλώνος”: ο ψαλμός της εξορίας μας… (μετάφραση)
Ο Ψαλμός 136 είναι ο ψαλμός της εξορίας. Τον έψαλλαν οι Εβραίοι κατά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία τους καθώς σκέφτονταν την ιερή πόλη τους, την Ιερουσαλήμ. Από τότε ο ψαλμός αυτός έγινε ο ψαλμός του ανθρώπου, που συνειδητοποιεί την αποξένωση του από το Θεό και συναισθανόμενος αυτή την εξορία γίνεται πάλι άνθρωπος. Γίνεται εκείνος που ποτέ πια δε θα νιώσει βαθιά ικανοποίηση με τίποτε στον «πεπτωκότα» αυτόν κόσμο, γιατί από τη φύση και από την κλήση του είναι ένας αναζητητής του Τέλειου. Ο ψαλμός αυτός ψάλεται τις δύο τελευταίες Κυριακές πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή∙ και την παρουσιάζει σαν ένα μακρινό ταξίδι, σαν μετάνοια, σαν επιστροφή.  Επιστροφή στη γη της «Επαγγελίας», στη γη της χαράς, στη γη της αγάπης του στοργικού ουράνιου Πατέρα.  Στην πατρίδα του πρώην «ασώτου»!  Ψάλεται τις Κυριακές, της  Απόκρεω, και Τυρινής.

Ψαλ. 136, 1 πὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών.

Ψαλ. 136,1 Εις τας όχθας των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν δούλοι και εξόριστοι και εκλαύσαμεν ενθυμούμενοι την Ιερουσαλήμ.

 

Ψαλ. 136, 2 πὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν·

Ψαλ. 136,2 Εις τας ιτέας, που υψώνονται εις τας όχθας των ποταμών, οι οποίοι διαρρέουν την χώραν, εκρεμάσαμεν θλιμμένοι τα μουσικά μας όργανα.

 

Ψαλ. 136, 3 τι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών.

Ψαλ. 136,3 Και τούτο, διότι αυτοί οι οποίοι μας είχαν αιχμαλωτίσει και μεταφέρει εις την Βαβυλώνα, μας εζήτησαν εκεί να ψάλωμεν τα ιερά άσματα. Αυτοί που μας είχαν απαγάγει αιχμαλώτους από την πατρίδα μας, εζήτησαν να τους ψάλωμεν τους ιερούς ύμνους και μας έλεγαν· Ψαλατε εις ημάς από τα άσματα της πατρίδος σας, της Σιών!

 

Ψαλ. 136, 4 πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;

Ψαλ. 136,4 Και ημείς είπομεν· Πως θα ψάλλωμεν την ιεράν ωδήν του Κυρίου εις ξένην ειδωλολατρικήν χώραν και θα λησμονήσωμεν την πατρίδα μας;

 

Ψαλ. 135, 5 ὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·

Ψαλ. 136,5 Εάν σε λησμονήσω, ω Ιερουσαλήμ, και θελήσω να ψάλλω με την συνοδείαν μουσικών οργάνων, εδώ εις την ξένην χώραν, ας γίνη αναίσθητος και παράλυτος η δεξιά μου χείρ.

 

Ψαλ. 136, 6 κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.

Ψαλ. 136,6 Η γλώσσα μου, που θα τολμήση να ψάλλη τας ιεράς ωδάς, ας κολλήση στον λάρυγγά μου, εάν δεν σε ενθυμηθώ, εάν δεν προτάξω σε την Ιερουσαλήμ, ως την υψίστην χαράν και αγαλλίασιν της καρδίας μου.

 

Ψαλ. 136,7 μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν Ἐδὼμ τὴν ἡμέραν Ἱερουσαλὴμ τῶν λεγόντων· ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς.

Ψαλ. 136,7 Ενθυμήσου, Κυριε, και τιμώρησε τους εχθρούς μας τους Ιδουμαίους, οι οποίοι κατά την τραγικήν εκείνην ημέραν, που κατεστράφη η Ιερουσαλήμ, έλεγαν προς τους εχθρούς μας· Αδειάσατέ την, αδειάσατε την Ιερουσαλήμ από τους κατοίκους, καταστρέψατέ την από τα θεμέλιά της.

 

Ψαλ. 136,8 θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου, ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν·

Ψαλ. 136, 8 Δυστυχία εις σέ, ταλαίπωρος και αθλία Βαβυλών, δια την έπαρσίν σου και τας αδικίας που έχεις κάμει! Μακάριος θα είναι εκείνος, ο οποίος θα σου ανταποδώση ο,τι έκαμες εις ημάς, τα δεινά, τα οποία έπραξες εις βάρος μας.

 

Ψαλ. 136,9 μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν.

Ψαλ. 136,9 Μακάριος θα είναι εκείνος, ο οποίος θα κρατήση εις τας χείρας του τα βρέφη σου και θα τα συντρίψη κτυπών αυτά στους βράχους.

 

 

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ   Ἐκ τοῦ κα­τὰ Ματ­θα­ον (Ματθ. κε 31-46).

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος·

­ταν λ­θ υ­ς το ν­θρώ­που ν τ δό­ξ α­το κα πάν­τες ο ­γι­οι γ­γε­λοι μετ᾿ α­το, τό­τε κα­θί­σει ­π θρό­νου δό­ξης α­το· κα συ­να­χθή­σε­ται μ­προ­σθεν α­το πάν­τα τ ­θνη, κα ­φο­ρι­ε α­τος π᾿ λ­λή­λων, ­σπερ ποι­μν ­φο­ρί­ζει τ πρό­βα­τα ­π τν ­ρί­φων, κα στή­σει τ μν πρό­βα­τα κ δε­ξι­ν α­το τ δ ­ρί­φι­α ξ ε­ω­νύ­μων.
Τό­τε ­ρε βα­σι­λες τος κ δε­ξι­ν α­το·
δε­τε, ο ε­λο­γη­μέ­νοι το πα­τρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τν ­τοι­μα­σμέ­νην ­μν βα­σι­λε­ί­αν ­π κα­τα­βο­λς κό­σμου· ­πε­ί­να­σα γρ κα ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεν, ­δί­ψη­σα κα ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ­μην κα συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνς κα πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ­σθέ­νη­σα κα ­πε­σκέ­ψα­σθέ με, ν φυ­λα­κ ­μην κα λ­θε­τε πρός με.
 Τό­τε ­πο­κρι­θή­σον­ται α­τ ο δί­και­οι λέ­γον­τες·
κύ­ρι­ε, πό­τε σε ε­δο­μεν πει­νν­τα κα ­θρέ­ψα­μεν, δι­ψν­τα κα ­πο­τί­σα­μεν;  πό­τε δέ σε ε­δο­μεν ξέ­νον κα συ­νη­γά­γο­μεν, γυ­μνν κα πε­ρι­ε­βά­λο­μεν; πό­τε δέ σε ε­δο­μεν ­σθε­ν ν φυ­λα­κ κα λ­θο­μεν πρός σε;
κα ­πο­κρι­θες βα­σι­λες ­ρε α­τος·
­μν λέ­γω ­μν,
φ᾿ ­σον ­ποι­ή­σα­τε ­ν το­ύ­των τν ­δελ­φν μου τν ­λα­χί­στων, ­μο ­ποι­ή­σα­τε.
 Τότε ­ρε κα τος ξ ε­ω­νύ­μων·
πο­ρε­ύ­ε­σθε π᾿ ­μο ο κα­τη­ρα­μέ­νοι ες τ πρ τ α­ώ­νι­ον τ ­τοι­μα­σμέ­νον τ δι­α­βό­λ κα τος γ­γέ­λοις α­το· ­πε­ί­να­σα γρ κα οκ ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεν, ­δί­ψη­σα κα οκ ­πο­τί­σα­τέ με,  ξέ­νος ­μην κα ο συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνς κα ο πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ­σθε­νς κα ν φυ­λα­κ κα οκ ­πε­σκέ­ψα­σθέ με.
Τό­τε ­πο­κρι­θή­σον­ται α­τ κα α­το λέ­γον­τες·
κύ­ρι­ε, πό­τε σε ε­δο­μεν πει­νν­τα δι­ψν­τα ξέ­νον γυ­μνν ­σθε­ν ν φυ­λα­κ κα ο δι­η­κο­νή­σα­μέν σοι;
Τό­τε ­πο­κρι­θή­σε­ται α­τος λέ­γων·
­μν λέ­γω ­μν, φ᾿ ­σον οκ ­ποι­ή­σα­τε ­ν το­ύ­των τν ­λα­χί­στων, ο­δ ­μο ­ποι­ή­σα­τε.
Κα
­πε­λε­ύ­σον­ται ο­τοι ες κό­λα­σιν α­ώ­νι­ον, ο δ δί­και­οι ες ζω­ν α­ώ­νι­ον.

 

Ἀκολουθίες Ἑσπερινοῦ Ὄρθρου και Θείας Λειτουργίας 

Ζῆ Κύριος ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ!

 

 

 

 

Δείτε ακόμη

ΧΡΙΣΤΟΣ____XL
Περισσότερα
07_asotos_ios_R
Περισσότερα