ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ Α. ΠΟΛΗ*
Η δίκη του Ιησού έπρεπε να γίνει με βάση το Ταλμούδ¹ (Talmud) δηλαδή το τοπικό εβραϊκό δίκιο της Παλαιστίνης. Αν και ο Ρωμαίος Έπαρχος ήταν η Ανώτατη εξουσία στην Ιουδαία, είχε δοθεί δικαίωμα στο Μεγάλο Συνέδριο των Ιουδαίων² (Sanhedrin) να εκτελεί χρέη Ανώτατου Δικαστηρίου, να εκδικάζει διαφορές μεταξύ Εβραίων και να επιβάλλει ποινές. Μόνο η θανατική ποινή ξέφευγε της δικαιοδοσίας του, γι’ αυτό ή όποια τέτοια καταδίκη έπρεπε να επικυρωθεί από τον Ρωμαίο έπαρχο.
Το Συνέδριο συνεδρίαζε στην Ιερουσαλήμ σε ειδική αίθουσα³. Οι δίκες γίνονταν μέρα, στο φως του ήλιου και απαγορευόταν η διεξαγωγή τους κεκλεισμένων των θυρών. Απαγορευόταν η διεξαγωγή δίκης το Σάββατο είτε οποιαδήποτε άλλη μέρα που ήταν αργία. Η διεξαγωγή της δίκης δεν μπορούσε να γίνει σε μια μέρα, ούτε να υπάρξει διακοπή στη δίκη μέχρι την έκδοση της απόφασης, γι’ αυτό αν και δεν απαγορευόταν ρητά, δεν άρχιζαν δίκες την Παρασκευή εφόσον ακολουθούσε η υποχρεωτική αργία του Σαββάτου.
Οι κανόνες διεξαγωγής της δίκης
Το Ανώτατο Ιουδαϊκό Συμβούλιο όφειλε να ακολουθήσει τους ακόλουθους κανόνες στη δίκη του Ιησού όπως σε οποιαδήποτε άλλη δίκη ενώπιον του.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στο Ιουδαϊκό δίκαιο δεν υπήρχε ο θεσμός της δίκης κεκλεισμένων των θυρών ή της μυστικής δίκης⁴. Ο κλητήρας του δικαστηρίου όφειλε να ανακοινώσει με δυνατή φωνή στα κυριότερα σημεία των Ιεροσολύμων την ημέρα και ώρα έναρξης της δίκης για να μπορέσουν να προσέλθουν οι μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης έγκαιρα.
Δεν υπήρχαν συνήγοροι στο δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος ήταν συνήγορος του εαυτού του και κατήγοροι του ήταν οι μάρτυρες κατηγορίας.
Ο κατηγορούμενος θεωρείτο αθώος μέχρι την απόδειξη της ενοχής του, ίσχυε δηλαδή το τεκμήριο της αθωότητας.
Ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να καταδικαστεί στη βάση της δικής του μαρτυρίας ή παραδοχής ενοχής.
Για καταδίκη κάποιου για συγκεκριμένη κατηγορία, ήταν απαραίτητη η μαρτυρία δύο τουλάχιστον μαρτύρων κατηγορίας, που επί της ουσίας θα έδιναν την ίδια μαρτυρία επί του συνόλου της κατηγορίας χωρίς αντιφάσεις, κενά ή ασάφειες .
Η αθώωση του κατηγορούμενου επερχόταν με πλειοψηφία μιας αθωωτικής ψήφου, ενώ η καταδίκη του με πλειοψηφία δύο καταδικαστικών ψήφων. Ομόφωνη απόφαση καταδίκης εθεωρείτο άκυρη αφού οι δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι και σε κάθε περίπτωση κάποιοι από αυτούς έπρεπε να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο.
Oκατηγορούμενος δεν μπορούσε να καταδικαστεί στη βάση ενισχυτικής ή συμπληρωματικής μαρτυρίας, αλλά κάθε μαρτυρία όφειλε να καλύπτει όλο το περιεχόμενο της κατηγορίας.
Μεταξύ της ακροαματικής διαδικασίας και της απόφασης του δικαστηρίου έπρεπε να μεσολαβήσει μια τουλάχιστον ημέρα, κατά την οποία ο κάθε δικαστής έπρεπε, σε πλήρη ησυχία αυτοσυγκέντρωση, νηστεία και προσευχή, να ζυγίσει μέσα του όσα είχε ακούσει για να καταλήξει σε απόφαση.
Η ψηφοφορία των δικαστών ήταν φανερή και ο Μέγας Αρχιερέας ψήφιζε τελευταίος για να μην επηρεάσει τους υπόλοιπους.
Δεν υπήρχε διαδικασία έφεσης σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης.
Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης η τελική απόφαση αναβάλλεται για δύο μέρες και σε περίπτωση επικύρωσης της από το Συμβούλιο και τη Ρωμαϊκή Αρχή η εκτέλεση της ποινής γινόταν τουλάχιστον τέσσερις ημέρες μετά την έναρξη της δίκης.
Οι παρατυπίες της δίκης του Ιησού
Η σύλληψη έγινε μυστικά και χωρίς προαναγγελία της κατηγορίας για να μη μπορεί ο κατηγορούμενος στα πλαίσια μιας ανοικτής δίκης να έχει μάρτυρες υπεράσπισης, που σίγουρα θα προσείλκυε ο Ιησούς λόγω των πολλών ευεργεσιών που είχε κάνει.
Κατά την ακροαματική διαδικασία (Ιωάννης ΙΗ 2, Ματθαίος ΚΣτ 67) χρησιμοποιήθηκε αχρείαστη βία και ο κατηγορούμενος έτυχε απαράδεκτης και εξευτελιστικής συμπεριφοράς, γεγονός απαράδεκτο με βάση τους δικονομικούς κανόνες.
Οι δικαστές είχαν αρνηθεί στον Χριστό το τεκμήριο της αθωότητας, εφόσον τον έκριναν ένοχο πριν καν αρχίσει η δίκη⁵.
Η δίκη δεν έγινε στο δικαστικό μέγαρο, αλλά στο σπίτι του Αρχιερέα Καϊάφα⁶, γεγονός που καθιστούσε τη δίκη άκυρη και ανυπόστατη.
Το δικαστήριο συνεδρίασε κατά τη διάρκεια της νύχτας και σε μέρα επίσημης αργίας γεγονός που καθιστούσε την όποια καταδίκη εξ υπαρχής ανυπόστατη.
Ο Ιησούς καταδικάσθηκε χωρίς να υπάρχει καταδικαστική μαρτυρία δύο μαρτύρων. Οι μάρτυρες κατηγορίας έπεσαν σε αντιφάσεις,⁷ γεγονός που έπρεπε να οδηγήσει στην αθώωση του κατηγορουμένου.
Ο Ιησούς καταδικάστηκε με βάση τη δική του μαρτυρία γεγονός που καθιστά την απόφαση άκυρη και τον κατηγορούμενο αθώο.
Δεν δόθηκε από το δικαστήριο, ως όφειλε, η ευκαιρία στον κατηγορούμενο να παρουσιάσει τους πολυάριθμους μάρτυρες υπεράσπισης που αυτός εύκολα θα μπορούσε να βρει ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που ευεργέτησε.
Η ακροαματική διαδικασία και η καταδικαστική απόφαση του Μεγάλου Συνεδρίου έλαβαν χώρα την ίδια ημέρα, γεγονός που καθιστούσε την απόφαση άκυρη με βάση το Ταλμούδ.
Δεν έγινε ψηφοφορία για έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, αλλά αυτή επιβλήθηκε δια βοής,γεγονός που την καθιστούσε ανυπόστατη και ως μη γενομένη.
Ο Αρχιερέας εξάσκησε ψυχολογική βία κατά του Ιησού κατ’ επανάληψη και κατά συρροή⁸ για να μαρτυρήσει εναντίον του εαυτού του, ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι κανένας κατηγορούμενος δεν μπορούσε να καταδικαστεί με βάση τη δική του μαρτυρία.
Ο Αρχιερέας Καϊάφας με το θεατρικό σχίσιμο των ενδυμάτων του⁹ καταδίκασε πρώτος τον Ιησού ενώ έπρεπε να ψηφίσει τελευταίος.
Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι ομόφωνα οι δικαστές καταδίκασαν τον Ιησού, αυτός έπρεπε να αθωωθεί αφού ομόφωνη καταδίκη θεωρείτο με βάση το Ταλμούδ άκυρη.
Η έναρξη της δίκης έγινε τη νύκτα της Πέμπτης, που με βάση τον Ιουδαϊκό τρόπο μέτρησης της ημέρας ενέπιπτε στα χρονικά όρια της Παρασκευής, αφού η ημέρα άρχιζε με τη δύση του ήλιου και τελείωνε τη δύση της επόμενης ημέρας. Η σύλληψη, δίκη, καταδίκη, επικύρωση της ποινής από τον Πιλάτο και εκτέλεση του Ιησού έγιναν μέσα στην ίδια ημερολογιακή ημέρα, δηλαδή την Παρασκευή, γεγονός που συνιστά μια ακόμα παραβίαση των δικονομικών κανόνων, αφού το Ταλμούδ επέβαλλε να υπάρχει χρονικό διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων ημερών μεταξύ της έναρξης της δίκης και την εκτέλεση της θανατικής καταδίκης.
Αποτελεί άγραφο κανόνα του Δικαίου, να μην εκτελούνται θανατικές ποινές κατά τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές και το Πάσχα ήταν η μεγαλύτερη θρησκευτική εορτή των Εβραίων. Είναι αδιανόητο το πώς βρέθηκε Ιουδαϊκό Συμβούλιο να επιβάλει την εκτέλεση θανατικής ποινής την ημέρα της μεγαλύτερης θρησκευτικής εορτής και μάλιστα με τρόπο που πρόσβαλλε την Ιουδαϊκή Θρησκεία¹⁰
Επίλογος
Η δίκη του Ιησού αποτελεί το κλασσικότερο παράδειγμα δικαστικής παρωδίας, εφόσον κατ’ αυτήν άπαντες οι δικονομικοί κανόνες του τοπικού δικαίου έχουν παραβιαστεί με σκοπό να επιτευχθεί μια αισχρή δικαστική δολοφονία. Η δίκη αποτελεί αίσχος και όνειδος για την ανθρώπινη δικαιοσύνη και θα έπρεπε, έστω και δύο χιλιάδες χρόνια μετά, να γίνει αναψηλάφηση της. Ας μην ξεχνούμε ότι η δικαστική δολοφονία του Ιησού αποτέλεσε μια καίρια αφορμή για την έξαρση του αντισημιτισμού κατά του Εβραϊκού λαού. Αποτελεί πρόσκληση και πρόκληση προς κάθε ανθρώπινο δικαστήριο να δώσει μια δίκαιη δίκη στον Ιησού, ο οποίος υπήρξε θύμα δικαστικής δολοφονίας επειδή δίδασκε την κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, γεγονός που τον κατέστησε στόχο του κατεστημένου της εποχής του.
Σημειώσεις
Το Talmud, το νομικό σύστημα των Ιουδαίων, χωρίζεται στο Mishna, δηλαδή στο προφορικό δίκαιο που καταγράφηκε από το ραββίνο Yehudah Hanasi και τη Gemara, που ήταν βιβλίο επεξηγηματικό του προφορικού δικαίου.
Το Μεγάλο Συνέδριο (Sanhendrin) αποτελείτο από 71 ισόβια μέλη, που ήταν υποχρεωτικά Εβραίοι, νομομαθείς και μορφωμένοι, που δεν είχαν καταδικαστεί ποτέ για αδίκημα, ούτε είχαν φυσικό ελάττωμα ή αναπηρία. Αποτελείτο από τρία αυτοτελή τμήματα από 23 άτομα στα οποίο προήδρευε ως επιπρόσθετος ο Πρόεδρος του Συνεδρίου ή ο Αναπληρωτής του.
Η αίθουσα του Εβραϊκού Ανωτάτου Δικαστηρίου ονομαζόταν Liscat Ηaggazith.
Οι Ιουδαϊκές αρχές συνέλαβαν τον Ιησού νύκτα, στα κρυφά και κατόπιν προδοσίας, ενώ όφειλαν να τον συλλάβουν μέρα, στο χώρο του ναού την ώρα που δίδασκε και να του προσάψουν κατηγορίες. Εύλογα ο Ιησούς τους ρωτά κατά την ώρα της σύλληψης: «ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, κα οὐκ ἐκρατήσατέ με». Η εύλογη ένσταση του Ιησού αποδεικνύει το παράνομο της σύλληψης του.
Το Κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο (ΚΣτ 3 -4 ) αναφέρει ότι τα μέλη του Συμβουλίου είχαν συσκεφθεί κάποιες μέρες πριν τη σύλληψη του Ιησού στο σπίτι του Αρχιερέα Καϊάφα για να αποφασίσουν με ποιο τρόπο θα συνελάμβαναν και σκότωναν τον Ιησού χωρίς να προκαλέσουν την προσοχή του λαού. Είναι φανερό ότι έχουμε μια στημένη δίκη παρωδία, με προειλημμένη απόφαση καταδίκης και φυσικής εξόντωσης του Ιησού.
Το γεγονός ότι η δίκη έγινε στο σπίτι του Αρχιερέα Καϊάφα επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα ευαγγελικά χωρία: Ματθαίος ΚΣτ 57, Μάρκος ΙΔ 53, Λουκάς ΚΒ 54. Ο Ιωάννης αναφέρει ότι η προανάκριση έγινε στο σπίτι του Άννα που ήταν πενθερός του Καϊάφα.
Πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱμαρτυρί αι οὐκ ἦσαν. Μάρκος ΙΔ 56
Καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτατὸν Ἰησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃοὐδέν; Τίοὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;. Ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐ δὲν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ; Μάρκος ΙΔ 60-61
τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ· τί ὑμῖν δοκεῖ; οἱδὲ ἀποκριθέντες εἶπον· ἔνοχος θανάτου ἐστί. Ματθαίος ΚΣτ 66
Ἐὰν δὲ γένηται ἔντινι ἁμαρτία κρίμα θανάτου καὶ ἀποθάνῃ καὶ κρεμάσητε αὐτὸν ἐπὶ ξύλου οὐ κοιμηθήσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ξύλου, ἀλλὰ ταφῇ θάψετε αὐτὸ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου· καὶ οὐ μὴ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ. Δευτερονόμιο ΚΑ 21-22
Βιβλιογραφία
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Εβδομήκοντα, Έκδοση Αποστολικής Διακονίας Εκκλησίας Ελλάδος
Παναγιώτη Τρεμπέλα: Η Καινή Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Αθήναι 1974
Wehr, Gerhard Ιουδαϊσμός, Εκδόσεις Μαλλιάρης – Παιδεία, 2005
Αιμιλιανίδη Αχιλλέα: Ήταν Νόμιμη η δίκη του Ιησού; Power Publishings
*Εκπαιδευτικός.
Πηγή: Παιδεία-News