Ιωάννης Γ´ Βατάτζης, ο Άγιος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου
Τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες πολίτες ακούμε συνέχεια για λιτότητα και οικονομική κρίση. Οι πολιτικοί ταγοί του τόπου μας αναφέρουν συνέχεια ότι θα λάβουν μέτρα οικονομικής εξυγίανσης και ότι πρέπει να γίνουν περικοπές στα επιδόματα και στους μισθούς αυτών, που αμείβονται πλουσιοπάροχα. Κάποιοι άλλοι αναφέρουν ότι πρέπει να μειωθούν και οι δικές τους αποδοχές καθώς και άλλα οικονομικά προνόμια, που απολαμβάνουν οι πολιτικοί αλλά και διάφοροι γενικοί διευθυντές υπουργείων και ΔΕΚΟ. Επίσης, ακούμε συνέχεια για την περιβόητη ανακατανομή πλούτου σε όλους τους πολίτες, όπως και για την αξιοκρατική τους τοποθέτηση σε καίριες κυβερνητικές αλλά και δημόσιας διοίκησης θέσεις.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν ποτέ στα χρονικά υπήρξε κάποιος ηγέτης, που κατόρθωσε να εφαρμόσει όλα αυτά. Το σίγουρο είναι πως ηγέτες με τέτοιο ήθος και αφοσίωση στο λαό αποτελούν πάντα την εξαίρεση στον κανόνα και συνιστούν ιστορικό μέρος μιας ένδοξης μειοψηφίας. Μια ιστορική προσωπικότητα, που κατέχει θέση στην προαναφερόμενη μειοψηφία, είναι και ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου (Ρωμανίας) και Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης. Ο εκ Διδυμοτείχου καταγόμενος αυτοκράτορας δεν αποτελεί απλά μέλος της μειοψηφίας αλλά είναι από τους ενδοξότερους εκφραστές της.
Η ιστορική εποχή, κατά την οποία έδρασε ο Ιωάννης Βατάτζης ήταν το πρώτο μισό του 13ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Διδυμότειχο το 1193 από αριστοκράτες γονείς με μεγάλη περιουσία και με συγγενικούς δεσμούς με άλλες ιστορικές οικογένειες του Βυζαντίου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ΄ σταυροφορίας το 1204, που είχε ως συνέπεια να καταλειφθούν και άλλες επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπως και η ιδιαίτερη πατρίδα του, αναγκάστηκε να μεταβεί στις ελεύθερες περιοχές του βασιλείου της Νίκαιας, μοιράζοντας μεγάλο μέρος της περιουσίας του στους φτωχούς συμπολίτες του. Στο Νυμφαίο της Μ. Ασίας γνώρισε τον συνεχιστή του αυτοκρατορικού θρόνου του Βυζαντίου Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη. Η γνωριμία αυτή ήταν βεβαίως καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξη του Ιωάννη. Ο βασιλιάς Θεόδωρος, καθώς περνούσαν τα χρόνια αξιολόγησε τις ικανότητες του Ιωάννη δίδοντάς του το αξίωμα του πρωτοβεστιάριου και το 1212 τον έκανε γαμβρό του νυμφεύοντάς τον με την κόρη του Ειρήνη. Το 1222 μετά το θάνατο του Θεοδώρου Λάσκαρη ο Ιωάννης Βατάτζης στέφθηκε αυτοκράτορας.
Για να μη μακρηγορήσουμε όμως άλλο, ας ανατρέξουμε στο βιβλίο, που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος «Ορθόδοξος Κυψέλη» «Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης ο Άγιος αυτοκράτορας του Βυζαντίου», στο οποίο περιγράφεται αναλυτικά ο βίος του και τα κατορθώματά του. Τα αποσπάσματα, που παραθέτουμε παρακάτω εξιστορούν το κοινωνικό και οικονομικό του έργο:
Ο Βασιλεύς Ιωάννης υπήρξε ο προστάτης και συμπαραστάτης της αγροτικής και αστικής τάξης, και επεδίωκε διαρκώς την άνοδο του βιοτικού επιπέδου όλων των υπηκόων του. Για να το καταφέρει αυτό, αναγκάστηκε να συγκρουστεί με τους άρχοντες, που κατείχαν μεγάλες αγροτικές εκτάσεις προκαλώντας την οργή τους. Απένειμε δικαιοσύνη σε όλους είτε ήταν φτωχοί είτε πλούσιοι. Ήταν απόλυτα αμερόληπτος. Ο Ιωάννης όμως αποφασισμένος να δημιουργήσει ένα ισχυρό κράτος, που θα ενώσει ξανά και θα ελευθερώσει τον Ελληνισμό από κάθε βάρβαρο κατακτητή, που εκμεταλλεύτηκε την έως τότε παρακμή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δεν επανέλαβε τα λάθη των προηγουμένων αυτοκρατόρων, που καταπίεζαν τον λαό και ευεργετούσαν τους αριστοκράτες.
Συνειδητοποίησε εξ αρχής ότι έπρεπε να στηριχθεί στον λαό, δίδοντάς του γη, για να καλλιεργεί και να ζει αξιοπρεπώς. Για να τους βοηθήσει, έκανε μεγάλη απογραφή (κάτι σαν εθνικό κτηματολόγιο) και επίταξε κατόπιν τεμάχια γης από τους μεγαλογεοκτήμονες και τους αριστοκράτες και τα διένειμε σε όλους τους φτωχούς υπηκόους του, ώστε να ζουν άνετα και ανθρώπινα. Έτσι καλυτέρευσε τα οικονομικά του κράτους μέσω της γεωργικής οικονομίας, η οποία σαν βάση είχε την καλυτέρευση της αμπελουργίας καθώς και άλλων καλλιεργειών. Εκτός από την ανάπτυξη της γεωργίας έδωσε προσοχή στην κτηνοτροφία και στην πτηνοτροφία.
Επίσης αναδιοργάνωσε και την βιοτεχνία και ειδικότερα την υφαντουργία, η οποία στη Νίκαια κατά το παρελθόν είχε μεγάλη άνθηση. Λόγω του ότι είχε αναπτυχθεί το εμπόριο πολλών προϊόντων αλλά και υφασμάτων από Ανατολή και Δύση, πιο συγκεκριμένα από την Ιταλία, η ανώτερη τάξη της Νίκαιας αγόραζε πολλά υφάσματα, με αποτέλεσμα να μη υπάρχει ζήτηση για τα υφάσματα της Νίκαιας. Για να βοηθήσει το νέο ξεκίνημα της υφαντουργίας, απαγόρευσε με αυστηρότατες ποινές την εισαγωγή υφασμάτων αλλά και τροφών από άλλα κράτη, επισημαίνοντας στους πολίτες του ότι πρέπει να είναι ευχαριστημένοι με τα εγχώρια προϊόντα. Κατάλαβε αμέσως πως το εμπορικό ισοζύγιο ανατρεπόταν, οι εισαγωγές ήταν πολύ περισσότερες από τις εξαγωγές, ζημιώνοντας την εγχώρια παραγωγή. Αποτέλεσμα αυτών των διατάξεων ήταν να βλάψει το εμπόριο της Βενετίας και της Γένοβας, και να ενισχυθεί η οικονομία του κράτους του. Γενικά ο Ιωάννης δεν ήθελε να έχει καμία εμπορική σχέση με τους Ιταλούς, χαρακτηριστικά ο Ντόναλντ Μ. Νίκολ στο βιβλίο του «Βυζάντιο και Βενετία»αναφέρει: «Ο σπουδαιότερος αυτοκράτορας της Νίκαιας, ο Ιωάννης Γ. Βατάτζης, ο οποίος διαδέχθηκε το Λάσκαρη το 1222, σκόπευε να κάνει την αυτοκρατορία του αυτάρκη, ώστε η οικονομική της επιβίωση να μη εξαρτάται από το εμπόριο με τους Ιταλούς. Δεν ήθελε να έχει εμπορικές σχέσεις μαζί τους ούτε καν στην Κωνσταντινούπολη. Όταν και αν ποτέ τα πλοία του εισέπλεαν στον Κεράτιο, θα ήταν, για να πάρουν την πόλη από τους Ιταλούς, να ανατρέψουν το λατινικό καθεστώς και να παλινορθώσουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία».
Στην εσωτερική διοίκηση έβαλε σε επίκαιρες κρατικές θέσεις ανθρώπους, που δεν ήταν αριστοκράτες, αλλά που μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντά τους, προτάσσοντας έτσι την αξιοκρατία ανάμεσα στους πολίτες. Με την πολιτική αυτή ο Βατάτζης κατάργησε την κληρονομική διαδοχή σε θέσεις της δημόσιας διοίκησης. Μείωσε τους φόρους, ανακουφίζοντας έτσι τις μεσαίες τάξεις και ανέβασε το βιοτικό επίπεδό των πολιτών του. Έτσι ένιωθε κάθε λεπτό όχι σαν ένας βασιλιάς, που προσδοκά πλούτη και δόξα, αλλά σαν ένας άνθρωπος, που τον εμπιστεύθηκε ο Θεός να κυβερνήσει προς όφελος του λαού δείχνοντας στις επερχόμενες γενεές πως πρέπει να είναι ένας Ελληνορθόδοξος ηγέτης. Έλαβε ακόμη και μέτρα οικονομίας τέτοια, που απαγόρευαν τη σπατάλη του ιδιωτικού πλούτου. Σε μία Νεαρά, που εξέδωσε, γράφει χαρακτηριστικά: «Ο άρχων δεν δύναται μεν να διατάξει αλλαγήν των αναγκαίων και χρησίμων περί τον βίον εις τους πολίτας, δύναται όμως να απαγορεύση τα περιττά».
Με κεφάλαια από την αυτοκρατορική περιουσία, ίδρυσε φιλανθρωπικούς και ευκτήριους οίκους, πτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, εφάρμοζε πολιτική κοινωνικής πρόνοιας. Με αυτές του τις ενέργειες κληρονόμησε την φήμη των μεγάλων φιλάνθρωπων αυτοκρατόρων. Διαθέτοντας μεγάλα κονδύλια έχτισε σε όλη την χώρα κάστρα και διάφορα άλλα ιδρύματα, απασχολώντας έτσι πολύ πληθυσμό δίνοντάς τους εργασία και
εξασφαλίζοντας την άμυνα του κράτους. Θα ήταν άδικο να μη αναφερθούμε και στο πολιτιστικό έργο του Ιωάννη Βατάτζη, ο οποίος στήριξε με όλες του τις δυνάμεις την ανάπτυξη της παιδείας. Συγκεκριμένα ένας από τους κορυφαίους βυζαντινολόγους ο Χέρμπερτ Χάνγκερ στο έργο του ≪Βυζαντινή Λογοτεχνία≫αναφέρει σχετικά με την ανάπτυξη της παιδείας στη Νίκαια τα παρακάτω:
«Αντίθετα, εντυπωσιακή είναι η σχετικά γρήγορη αναβίωση μορφωτικών ιδρυμάτων και πολιτιστικών προσπαθειών στο μικρό κράτος της Νίκαιας, προπάντων στα χρόνια του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη και του Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρη (υιού του Ιωάννη). Στην “εξορία” είχαν τότε συνείδηση του ότι η παλιά αυτοκρατορική πόλη είχε αποθέσει στα έμπιστα χέρια τους την πολιτιστική κληρονομιά της. Την κληρονομιά αυτή τη μεταχειρίστηκαν φιλόστοργα, και αυτή, μετά την αποκατάσταση της παλιάς κυβερνητικής εξουσία στην Κωνσταντινούπολη και σε ευρωπαϊκό έδαφος, έδωσε πλούσιους καρπούς».
Ενδεικτικό της ταπεινότητας και της ενσυνείδητης σεμνότητάς του είναι το ακόλουθο περιστατικό. Κάποτε συνάντησε στο κυνήγι το γιο του να φορά πολυτελή ρούχα με συνέπεια να αρνηθεί να τον χαιρετήσει! Και όταν το παιδί του τον ρώτησε σε τι είχε σφάλει, ο Ιωάννης απάντησε ότι εκείνα τα μεταξωτά και χρυσοΰφαντα, που φορούσε, ήταν από το αίμα του λαού του και πως θα έπρεπε να ξέρει ότι κάθε έξοδο, πρέπει να γίνεται για τον λαό, διότι ο πλούτος των βασιλέων στο λαό ανήκει! Κάποια άλλη φορά είχε πει στο γιο του ότι ο Θεός μας έδωσε τους ανθρώπους, για να τους προστατεύουμε και όχι για να τους χρησιμοποιούμε και να τους εκμεταλλευόμαστε. Όλες αυτές τις απόψεις του ο Ιωάννης τις μετουσίωνε και σε έργα, καθώς δεν ανεχόταν την εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο, και κοιτούσε να παρέχει στους υπηκόους του ίσα δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες. Ο ίδιος ήταν το καλύτερο παράδειγμα, καθώς δεν έπαιρνε λεφτά από το κράτος ούτε για έξοδα παραστάσεως ούτε για μισθό, ούτε για τίποτα άλλο. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, στο έργο του ≪Ρωμαϊκή Ιστορία≫αναφέρει σχετικά: «Ο ίδιος ο αυτοκράτορας ξεχώρισε ένα κομμάτι γης, αρόσιμο και κατάλληλο για αμπελουργία, τόσο μεγάλο, ώστε να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του αυτοκρατορικού τραπεζιού και εκείνες, που απασχολούσαν το φιλάνθρωπο και κοινωνικά ευαίσθητο αυτοκράτορα (εννοώ τα γηροτροφεία, πτωχοκομεία και νοσοκομεία, που φρόντιζαν τους αρρώστους). Τη φροντίδα τους ανέθεσε σε ανθρώπους, που είχαν καλή γνώση της γεωργίας και της αμπελουργίας, και έτσι κάθε χρόνο είχε μεγάλη και άφθονη σοδειά καρπών. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, απέκτησε επίσης κοπάδια αλόγων, βοδιών, προβάτων και χοίρων και πολλά είδη εξημερωμένων πουλιών. Από αυτά εξασφάλιζε πλούσιο εισόδημα κάθε χρόνο. Το ίδιο συνιστούσε να κάνουν όχι μόνο οι συγγενείς του αλλά και οι άλλοι ευγενείς. Επιθυμούσε να καλύπτει ο καθένας τις ανάγκες του από δικές του πηγές, έτσι ώστε να μη βάζει αρπακτικό χέρι στην περιουσία των φτωχών και ασθενέστερων τάξεων και συνάμα η Ρωμαϊκή Πολιτεία να απαλλαγεί τελείως από την κοινωνική αδικία. Σύντομα οι αποθήκες είχαν γεμίσει καρπούς, ενώ οι δρόμοι και τα σοκκάκια, οι μάντρες και οι σταύλοι μόλις μπορούσαν να χωρέσουν τα ζώα και τα σμήνη των πουλιών».
Ο μεγάλος Έλληνας ιστοριογράφος και θεωρητικός του κομμουνισμού Γιάννης Κορδάτος αναφέρει για τον Ιωάννη Βατάτζη τα εξής: «Επέβαλε ένα καθεστώς, που δεν ήταν απόλυτη μοναρχία, αλλά συγκεντρωτική δημοκρατία. Μέσα στα ιστορικά πλαίσια του καιρού του με τα μέτρα που πήρε σταμάτησε τις αρπαγές και καταπιέσεις, που γίνονταν άλλοτε από τους φεουδάρχες. Βέβαια από τα στοιχεία που έχουμε, δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως δεν υπήρχαν μεγαλοκτηματίες και αριστοκράτες. Τέτοιοι υπήρχαν. Δεν είχαν όμως τη δύναμη να εκμεταλλεύονται, όπως παλαιότερα, τη φτωχολογιά και να αρπάζουν τα χωράφια και τ᾽ αμπέλια της».
Ο καθηγητής της βυζαντινής ιστορίας του πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Άμαντος αναφέρει για τον Ιωάννη Βατάτζη: «Υμνήθη και ζων και μετά θάνατον ως ουδείς ίσως άλλος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου». Επίσης όταν η Βουλή των Ελλήνων εζήτησε από τον μεγάλο αυτό βυζαντινολόγο να προτείνει ποιό πορτρέτο Βυζαντινού αυτοκράτορος έπρεπε να αναρτηθεί στη Βουλή, εκείνος πρότεινε τον Άγιο Ιωάννη Δούκα Βατάτζη τον Ελεήμονα, ώστε να είναι πρότυπό τους και να τους φωτίζει. Ιδού λοιπόν «πεδίον δόξης λαμπρόν» για τους σημερινούς ηγέτες μας. Δεν έχουν παρά να ακολουθήσουν το παράδειγμα διοίκησης του Ιωάννη Γ Δούκα Βατάτζη.
Τα παραπάνω αποσπάσματα καταδεικνύουν για ποιό λόγο ο λαός του τον ονόμασε πατέρα των Ελλήνων και λίγα χρόνια μετά την κοίμησή του τον αγιοποίησε και τον τίμησε καθ᾽ όλη τη διάρκεια, που ο ελληνισμός υπήρχε στη Μικρά Ασία. Μετά το 1922 η μνήμη έπαψε να είναι τόσο γνωστή παρόλα αυτά όμως πλήθος θρύλων και ιστοριών έχουν συνδεθεί με το όνομά του και πάντα υπήρχαν και υπάρχουν πιστοί, που τον τιμούν όλο το χρόνο αλλά ιδιαίτερα κατά την ημέρα της εορτής του στις 4 Νοεμβρίου.
Η ευχή του ας μας συντροφεύει, Αμήν.
Συγγραφεύς: Ο «Ερανιστής»
Πηγή: Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» www.orthodoxostypos.gr τεύχος 1839 (9 Ιουλίου 2010) σελίδα 6